- ἔτραπε
- τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔτραπ' — ἔτραπε , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύγαδε — Α επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε), βλ. και λ. φύξ] … Dictionary of Greek
ωμηστής — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α 1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου και τού Πανός) αυτός προς τιμήν τού οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς… … Dictionary of Greek
ἔτραφ' — ἔτραφε , τρέφω thicken aor ind act 3rd sg ἔτραφε , τρέφω thicken imperf ind act 3rd sg (doric) ἔτραπε , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)